- φώρ
- φωρός, ὁ, Α1. κλέφτης2. είδος μέλισσας3. φρ. «φωρῶν λιμήν»(στα χρόνια τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας) όρμος δυτικά τού Πειραιά και σε μικρή απόσταση από αυτόν, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και καταφύγιο οι λαθρέμποροι (Δημοσθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. σχηματισμένο από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα *bhōr- τής ΙΕ ρίζας *bher- τού ρ. φέρω* (πρβλ. κλώψ: κλέπτω, τρώξ: τρώγω) με αρχική σημ., επομένως, «αυτός που φέρνει πάνω του, μαζί του το κλεμμένο αντικείμενο», το οποίο αντικαταστάθηκε νωρίς από τους τ. κλέπτης, κλώψ τής οικογένειας τού ρ. κλέπτω*. Η λ. φώρ ως προς τον σχηματισμό μπορεί να παραβληθεί με το αρμ. burn «χέρι, γροθιά, δύναμη» και με το συνώνυμο λατ. fūr «κλέφτης», το οποίο όμως, κατά μία άποψη, αποτελεί δάνειο από την Ελληνική (μέσω τής Ετρουσκικής) και όχι παρλλ. ανεξάρτητο σχηματισμό τής Λατινικής].
Dictionary of Greek. 2013.